- παρεκκλίνοντας
- παρεκκλί̱νοντας , παρεκκλίνωturn somewhat asidepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιγιότα — Μουσικός όρος που δηλώνει την πολυφωνική σύνθεση, συνήθως τετράφωνη, εύκολης αντιστικτικής κατασκευής και άνετη στην εκτέλεση. Με επιδράσεις χορευτικών ρυθμών, δέχτηκε λαϊκά στοιχεία παρεκκλίνοντας όμως από τη βιλανέλα, γιατί αποκλείει τον… … Dictionary of Greek
Κομνηνός — I Επώνυμο δυναστείας αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η δυναστεία των Κ. βασίλευσε από το 1081 έως το 1185, δίνοντας πέντε αυτοκράτορες. Η εποχή των Κ. διαδέχθηκε μια περίοδο την οποία χαρακτήρισαν σοβαρά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα: η… … Dictionary of Greek